Ταξαίος: ουσιαστικό, παράγωγο της λέξης τάξη: ο συμμαθητής ή ο μαθητής μιας συγκεκριμένης τάξης.
"Κυρία εκούντησεν με ένας
ταξαίος σου".
"-Φώναξε το Μάριου! -Μα ποιου; Του
ταξαίου μου ή του
ταξαίου σου;"
"Να πάω να φωνάξω των
ταξαίων μου;"
Μια συνάδελφος είπε μου ότι έχει χρόνια που το ακούει, αλλά το συγκεκριμένο, εγώ τωρά το ακούω.
Τούτες οι γλωσσικές "κρεολικές" εκφράσεις που δημιουργούνται από τη συχνή διαφοροποιημένη/λανθασμένη χρήση μιας λέξης/φράσης είναι μια ευχάριστη ανακάλυψη για μένα κάθε φορά!
Παλιά θυμούμαι, όταν ήμουν εγώ μαθήτρια, ήταν υπερβολική η χρήση του"δικαιούται", το οποίο εχρησιμοποιούσαν τα μωρά, ως έχει, σε ΟΛΑ τα πρόσωπα.
"Κυρία,
δικαιούται (εγώ) να πάω τουαλέττα".
"Κυρία, η Μαρία και η Ελένη εν
δικαιούται να παίζουν με το λάστιχο".
Θυμάστε ή ξέρετε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις;